στεφανοδότης

στεφανοδότης
ὁ, Μ
αυτός που δίνει στεφάνους και, κυρίως, αυτός που δίνει στεφάνια ως βραβεία, που ανταμείβει με στεφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -δότης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. μισθο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”